- λουκούλλειος
- ος, ο[ν]:
λουκούλλειοςον γεύμα — лукуллов пир, роскошный пир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουκούλλειοςον γεύμα — лукуллов пир, роскошный пир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λουκούλλειος — α, ο (Α λουκούλλειος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο νεοελλ. φρ. «λουκούλλειο γεύμα» πλουσιότατο, πλουσιοπάροχο γεύμα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λουκούλλεια αγώνες προς τιμήν τού Λουκούλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λουκούλλειος — α, ο (για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)